- Χιουμ, Ντέιβιντ
- (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το 1737). Στην περίοδο αυτή έγραψε το πρώτο και βασικό έργο του, Μελέτη πάνω στην ανθρώπινη φύση (1738). Όταν ξαναγύρισε στην Αγγλία εξέδωσε το 1742, τα Ηθικά και πολιτικά δοκίμια· το 1748 εκδόθηκαν οι Έρευνες πάνω στην ανθρώπινη διάνοια, το 1752 οι Έρευνες πάνω στις αρχές της ηθικής, το 1757 η Φυσική ιστορία της θρησκείας. Οι Διάλογοι περί φυσικής θρησκείας, που είχαν γραφτεί μερικά χρόνια νωρίτερα, εκδόθηκαν έπειτα από τον θάνατό του, εξαιτίας του απροκάλυπτου αθεϊσμού τους. Πρέπει να αναφερθεί ακόμα η έκδοση της Ιστορίας της Αγγλίας (1763). Η φιλοσοφία του X. αντιπροσωπεύει την ακραία ανάπτυξη της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Η γνώση δεν είναι έμφυτη αλλά έχει ως αφετηρία την εμπειρία. Ο X. αρνείται τόσο την υλική όσο και την πνευματική ουσία, ανάγοντας όλα σε εντυπώσεις και καταστάσεις συνείδησης. Οι αντιλήψεις αυτές χωρίζονται, κατά τον X., σε δυο τάξεις που διαφέρουν μόνο κατά τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ζωηρότητα με την οποία παρουσιάζονται στο υποκείμενο: τις εντυπώσεις και τις ιδέες, που είναι το αντίγραφο των εντυπώσεων. Αυτή είναι η ύλη από την οποία είναι καμωμένη η σκέψη μας. Το υλικό αυτό αποκτάται ολοκληρωτικά ή από τις εξωτερικές αισθήσεις ή από το εσωτερικό αίσθημα, και ο ρόλος της ψυχής είναι μόνο να συνδυάζει και να συγχωνεύει τις αντιλήψεις που προέρχονται από τις αισθήσεις. Όσο για τις σχέσεις που συνδέουν μεταξύ τους τις εντυπώσεις που δοκιμάζουμε, δηλαδή τις καταστάσεις συνείδησης, ο X. τις αποδίδει, σύμφωνα με την καθιερωμένη γραμμή της εμπειριοκρατίας, στους νόμους του συνειρμού, δηλαδή στις σχέσεις ομοιότητας, γειτνίασης στον χρόνο και στον χώρο και, τελικά, στη σχέση αιτιότητας. Μια προσωπογραφία, π.χ., μας κάνει να σκεφτούμε το πρωτότυπό του (ομοιότητα)· η ανάμνηση ενός δωματίου ενός σπιτιού μας κάνει να θυμηθούμε τα υπόλοιπα δωμάτια του ίδιου σπιτιού (γειτνίαση)· ένας τραυματισμός μας κάνει να σκεφτούμε τον πόνο που προκαλείται (αιτία και αποτέλεσμα). Ο X. αρνείται έτσι τόσο μια εξωτερική αιτία των δεδομένων της εμπειρίας των αισθήσεων (την ύλη του Λοκ) όσο και μιά εσωτερική αιτία τους (τα πνεύματα του Μπέρκλεϊ). Όλες οι αυταπάτες ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε την εμπειρία προέρχονται, κατά τη γνώμη του, από μια βιαστική και όχι αυστηρή εξέταση των στοιχείων που την αποτελούν: τις εντυπώσεις και τις ιδέες. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα που πέτυχε ο X. είναι η κριτική της έννοιας της αιτίας. Τι μπορεί να σημαίνει –διερωτάται ο X.– η βεβαίωση ότι το Α είναι η αιτία του Β; Ασφαλώς όχι ότι το Β συνάγεται και προκύπτει από το A: γιατί τότε το Β θα έπρεπε να περιέχεται ήδη απαραίτητα στο Α και να είναι, επομένως, όμοιο με αυτό, ενώ ξέρουμε ότι το αποτέλεσμα είναι πάντα κάτι πρωτότυπο και νέο σε σχέση με την αιτία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί τότε ότι η αιτιώδης σχέση προέρχεται από τη σχέση γειτνίασης. Αλλά δεν αρκεί η γειτονία και η απλή διαδοχή για να δημιουργήσει τη σχέση αιτίας: πρέπει ο σύνδεσμος μεταξύ αυτού που προηγείται και εκείνου που ακολουθεί να είναι αναγκαίος, δηλαδή όχι αυθαίρετος, όχι συμπτωματικός. Ο X. συμπεραίνει ότι ο νόμος της αιτίας δεν είναι πραγματικός και αντικειμενικός νόμος αλλά μόνο μια συνήθεια του νου μας, μια έξη που δημιουργείται από τη συνήθεια. Κατά τη διάρκεια της εμπειρίας σχηματίζεται μέσα μας μια ψυχική κατάσταση αναμονής που μας κάνει να υποθέτουμε ότι, παρατηρώντας στο μέλλον το Α, θα υποχρεωθούμε να ξαναβρούμε πάντα και το Β. Αλλά η αναμονή αυτή είναι εντελώς υποκειμενική και τίποτε δεν εγγυάται ότι θα ικανοποιηθεί. Επομένως, ούτε η λογική ούτε η εμπειρία μπορούν να αποδείξουν την αρχή της αιτίας. Αν ένας νόμος επαληθεύεται πάντα στο παρελθόν, τίποτε δεν μας εγγυάται ότι ο νόμος αυτός θα ισχύσει και στο μέλλον. Απόλυτα βέβαιες γνώσεις ή, καλύτερα, αληθινά καθολικές και αναγκαίες, είναι μόνο οι γνώσεις της γεωμετρίας, της άλγεβρας και της αριθμητικής: γιατί αυτές δεν αφορούν πραγματικότητες γεγονότων αλλά μόνο διανοητικές πράξεις που γίνονται με συμβατικά σύμΧίοςβολα (τα μαθηματικά σύμβολα). Ακόμα και αν δεν υπήρχαν στη φύση ούτε ένας κύκλος ούτε ένα τρίγωνο, οι αλήθειες που απέδειξε ο Ευκλείδης θα διατηρούσαν πάντα την τέλεια βεβαιότητά τους, γιατί δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματική ύπαρξη, στην οποία αναφέρονται αντίθετα οι αισθητές εντυπώσεις. Αυτές είναι αλήθειες λογικές και όχι αλήθειες γεγονότων. Κατασκευασμένες πάνω στην αρχή της ταυτότητας και της μη - αντίφασης, δεν ανέχονται το αντίθετο. Το αντίθετο ενός γεγονότος όμως είναι πάντα δυνατό. Αν πω: αύριο δεν θα ανατείλει ο ήλιος, η πρόταση αυτή είναι απόλυτα νοητή και εξίσου λογική με την άλλη που βεβαιώνει ότι ο ήλιος θα ανατείλει αύριο. Η εκ των προτέρων απόδειξη του εσφαλμένου είναι αδύνατη. Η βασική θέση του X., επομένως είναι ότι οι νόμοι πάνω στους οποίους στηρίζονται οι επιστήμες, όπως η φυσική) η χημεία κλπ. είναι απλώς πιθανοί. Ο βαθμός της αλήθειας τους δίνεται από τον βαθμό της πιθανότητάς τους, δηλαδή από τον δείκτη στατιστικής συχνότητας· απόλυτα λογικές είναι μόνο εκείνες οι επιστήμες που, όπως στα μαθηματικά, αναφέρονται αποκλειστικά στις ιδέες και στις τυπικές σχέσεις τους, χωρίς να ανακατεύουν καθόλου τον κόσμο της εμπειρίας. Η παλιά μεταφυσική θεώρησε ως αντικειμενικούς δεσμούς σχέσεις που καθιερώσαμε εμείς με βάση τη συνήθεια. Αυτή γέμισε τον κόσμο με ψεύτικες οντότητες ή ουσίες που είναι αυθύπαρκτες και ανεξάρτητες.
Ο X. δεν έχει την πρόθεση να καταργήσει τη διαφορά μεταξύ αυτού που αξίζει να το πιστεύουμε και εκείνου που είναι απλώς καρπός φαντασίας. Σκοπός του δεν είναι να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα πως όλα είναι εξίσου αβέβαια και ανασφαλή, αλλά να κάνει τη σκέψη μας πάντα περισσότερο προσεκτική και απαιτητική. Αν η γνώση της πραγματικότητας των γεγονότων δεν είναι τόσο πράξη του λογικού όσο μια τάση, ένα ένστικτο, ένα αίσθημα, που σημαίνει ακόμα ότι –όποια και αν είναι τα σοφίσματα που θα κατορθώσει να επινοήσει ο νους και να τα κάνει όλα αβέβαια και μάταια– θα μπορούμε πάντα να βασιζόμαστε σε μια ορισμένη διάθεση να πιστεύουμε ότι μας την ενέπνευσε η φύση: έτσι θα μπορούμε ασφαλώς πάντα με τον νου μας να συνδέουμε το κεφάλι ενός ανθρώπου με το σώμα ενός αλόγου, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πιστέψουμε ένα τέτοιο ζώο που να υπάρχει πραγματικά, γιατί, στην περίπτωση αυτή, θα μας έλειπε η φυσική εκείνη κλίση να δεχόμαστε μόνο ό,τι προκύπτει από τον απτό και ζωντανό χαρακτήρα της πραγματικής εμπειρίας μας. Στην πραγματικότητα, αυτό που μας σώζει από την απόλυτη αβεβαιότητα, από την παράλυση της αμφιβολίας και του χωρίς όρια σκεπτικισμού, είναι το φυσικό αίσθημα της πίστεως, δηλαδή το αίσθημα αυτό που εκδηλώνεται μέσα μας με τη μεγάλη ζωτικότητα και αμεσότητα που έχουν οι άμεσες εντυπώσεις σε σχέση με τις σκέψεις και τις ιδέες. Εκείνο που μας σώζει, με λίγα λόγια είναι η αισθητή βεβαιότητα μια βεβαιότητα που δεν μπορούμε να τη γενικέψουμε ούτε να τη μεταβάλουμε σε καθολικό νόμο αλλά που, για την ώρα, είναι πάντα κάτι επιτακτικό και ισχυρό όπως καθετί που δοκιμάζουμε προσωπικά. Σύμφωνα με την αντιμεταφυσική αυτή στάση, κατά τον X., η ηθική ζωή δεν συνίσταται στο να ενεργούμε σύμφωνα με τη λογική, γιατί αυτή δεν είναι ούτε ηθική ούτε ανήθικη, αλλά στο να αφήσουμε ελεύθερο αυτό το αίσθημα ή ένστικτο κοινωνικότητας, στο οποίο ο X. ανάγει το γνησιότερο νόημα της ηθικής και κοινωνικής εμπειρίας. Η κοινωνία γεννιέται από το αίσθημα συμπάθειας που οι άνθρωποι δοκιμάζουν φυσικά ο ένας για τον άλλο. Σκοπός του είναι να εναρμονίσει τα ατομικά συμφέροντα με τα συλλογικά. Από την άποψη της θρησκείας, επειδή είναι αδύνατο να υπερβούμε την εμπειρία, ο X. συμπεραίνει πως είναι αδύνατο να αποδείξουμε λογικά την ύπαρξη του Θεού. Η θρησκεία δεν είναι, κατά τον X., επιστημονικό γεγονός: το πολύ πολύ είναι φυσικό γεγονός.
Προσωπογραφία του φιλόσοφου Ντέιβιντ Χιούμ, έργο του Ράμσαιη, (Εθνική Πινακοθήκη, Εδιμβούργο).
Dictionary of Greek. 2013.